- πυθιονίκαν
- πῡθῑονίκᾱν , Πυθιονίκηςconqueror in the Pythian gamesmasc acc sg (epic doric aeolic)πῡθῑονίκαν , Πυθιονίκηςconqueror in the Pythian gamesmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πυθιονίκαν — Πυθιονίκᾱν , Πυθιονίκη conqueror in the Pythian games fem acc sg (doric aeolic) Πῡθῑονίκᾱν , Πυθιονίκης conqueror in the Pythian games masc acc sg (epic doric aeolic) Πῡθῑονίκαν , Πυθιονίκης conqueror in the Pythian games masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάλκασπις — άσπιδος, ὁ, Α 1. αυτός που έχει χάλκινη ασπίδα («χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι», Πίνδ.) 2. ο αθλητής που μετέχει σε ένοπλο αγώνα δρόμου («χαλκάσπιδα Πυθιονίκαν», Πίνδ.) 3. στον πληθ. οἱ χαλκάσπιδες σώμα τού μακεδονικού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek